φιλικῶν

φιλικῶν
φιλικός
friendly
fem gen pl
φιλικός
friendly
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Φιλική Εταιρεία — Ελληνική μυστική οργάνωση πατριωτικού χαρακτήρα, που ιδρύθηκε το πρώτο δεκαπενθήμερο του 1814, με σκοπό την προετοιμασία και την πραγματοποίηση του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων εναντίον του οθωμανικού ζυγού. Η Φ.Ε. αποτέλεσε τον τελευταίο… …   Dictionary of Greek

  • Бой за Галац — (греч. Μάχη τού Γαλατσίου), 1 мая 1821 года, был первым крупным сражением в княжествах Валахия и Молдавия между революционерами греческой Филики Этерия и войсками Османской империи,[1] на первоначальном, Придунайском, этапе Освободительной войны… …   Википедия

  • Σκουφάς, Νικόλαος — Ηπειρώτης Φιλικός (Κομπότι, Άρτα 1779 Κωνσταντινούπολη 1819). Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στην Άρτα, όπου άσκησε για ένα διάστημα το βιοτέχνη των σκούφων (απ’ όπου και το επώνυμο του). Το 1813 ο Σ. βρίσκεται στη Ρωσία· στην Οδησσό ξαναρχίζει το… …   Dictionary of Greek

  • Υψηλάντης — I Επώνυμο παλιάς και αρχοντικής φαναριώτικης οικογένειας, γνωστής κυρίως για τη δράση της στη Μολδοβλαχία και τον ηγετικό της ρόλο στην Επανάσταση του 1821. Η προέλευση της ήταν από την Τραπεζούντα και οι παραδόσεις μιλούν για μερικά μέλη της που …   Dictionary of Greek

  • Filiki Eteria — The Filiki Eteria (spelled also Philikí Etaireía, Greek alphabet: Φιλική Εταιρεία or Εταιρεία των Φιλικών ), meaning Society of Friends in Greek, was a secret organization working in the early 19th century, whose purpose was to overthrow Ottoman… …   Wikipedia

  • AURUM Coronarium — hinc ortum. Victorum praemium antiquissimis temporibus laurus fuit, in cuius locum postea corona ex auro successit Festus Pomp. l. 18. Triumphales coronae sunt, quae Imperatori victori aureae praeferuntur, quae olim propter paupertatem laureae… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ΟΗΕ — (Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών). Διεθνής οργάνωση που έχει ως κύριο σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας μεταξύ όλων των χωρών. Η ιδέα της συγκέντρωσης όλων των χωρών του κόσμου σε μια οργάνωση, που να αποκλείει την προσφυγή στα όπλα για… …   Dictionary of Greek

  • αδελφούλης — και αδερφούλης, ο (θηλ. ούλα) [αδελφός] 1. μικρός αδελφός ή αδελφή 2. ο αδελφός ή η αδελφή οποιασδήποτε ηλικίας, χαϊδευτικά 3. ως προσφώνηση αγαπητών και φιλικών προσώπων «αδελφούλη (μου)!», «αδελφούλα (μου)!» …   Dictionary of Greek

  • αδελφότητα — Οργάνωση που αναπτύσσει επαγγελματική, φιλανθρωπική, κοινωνική ή θρησκευτική δράση. Α. ήταν και ενώσεις πιστών στη μεσαιωνική Ευρώπη, συνήθως υπό την προστασία ενός αγίου. Τα όρια μεταξύ συντεχνίας και α. είναι ασαφή, επειδή στην α. μετέχουν μέλη …   Dictionary of Greek

  • διάχυση — Η έκχυση, η διασκόρπιση αλλά και η φθορά· η χαλάρωση ή η εύθυμη εκδήλωση. (Ιατρ.) Τεχνική για την αφαίρεση ουσιών από το αίμα με χρήση μιας μεμβράνης, μέσω της οποίας διέρχονται οι διάφορες ουσίες με διαφορετικούς ρυθμούς. Η διαδικασία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”